- κοζάκικος
- -η, -ο [κοζάκος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κοζάκους ή αυτός που προέρχεται από αυτούς («κοζάκικος χορός»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταμάν — Κοζάκικος οικισμός της περιφέρειας Τεμριούκ της περιοχής του Κρασνοντάρ. Είναι λιμάνι στην ακτή του ομώνυμου κόλπου. Εκεί, τον 6o αι. π.Χ. οι Έλληνες ίδρυσαν την πόλη Ερμώνασα που ανήκε στο βασίλειο του Βοσπόρου. Από τον 10o έως τον 12o αι. στη… … Dictionary of Greek